- καταμετρούμαι
- καταμετρούμαι, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58
) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59
), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.