καταμετρούμαι

καταμετρούμαι
καταμετρούμαι, καταμετρήθηκα, καταμετρημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταψηφίζω — (AM καταψηφίζομαι, Μ και καταψηφίζω) δίνω αρνητική ψήφο σε κάποιον, ψηφίζω εναντίον κάποιου («η βουλή καταψήφισε το νομοσχέδιο») μσν. παθ. καταψηφίζομαι υπολογίζομαι, καταμετρούμαι μσν. αρχ. καταλήγω σε απόφαση, αποφασίζω («ἡ κρίσις ἡ δικαία τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • καταμετρώ — καταμετρώ, καταμέτρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καταμετρώ, καταμετρούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό: κατακρατιόμουν …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”